- ψύξη
- Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι σωματικές βλάβες, που προκαλούνται από το ψύχος. Οι βλάβες αυτές διακρίνονται σε τοπικές και σε γενικές. Οι πρώτες λέγονται συνήθως χείμεθλα ή κρυοπαγήματα. Είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί μέχρι ποιο βαθμό μπορεί να αντέξει κάθε ανθρώπινος οργανισμός στο ψύχος. Με την ψ. παρατηρείται αγγειοσύσπαση, την οποία ακολουθεί ενεργητική αγγειοδιαστολή. Όταν η ψ. παραταθεί, προκαλείται εξασθένηση της ζωτικότητας του οργανισμού, εξαιτίας της οποίας το άτομο υπόκειται ευκολότερα σε διάφορες λοιμώξεις και προκαλούνται βρογχίτιδες, διάρροια κ.ά. παθολογικά φαινόμενα. Η γενική ψ. είναι δυνατόν να αποβεί, χωρίς να σημειωθεί καμιά επιπλοκή, θανατηφόρα, γιατί, κάτω από μια ορισμένη θερμοκρασία, που ποικίλλει στα διάφορα άτομα και είδη, δεν είναι δυνατή η αντιδραστική αναθέρμανση και έτσι οι ιστοί εξακολουθούν διαρκώς να ψύχονται.
* * *η / ψύξις, -εως, ΝΜΑ [ψύχω (II)]1. πρόκληση ή παραγωγή ψύχους2. καταβιβασμός τής θερμοκρασίας τού σώματος ή μέρους του και η συνεπαγόμενη κακή λειτουργία τού οργανισμού, κρύωμα, πάγωμανεοελλ.τεχνολ. α) η με τεχνητά μέσα ανάπτυξη θερμοκρασιών κατώτερων από τις επικρατούσες στον περιβάλλοντα χώρο και η χρησιμοποίησή τους για διάφορες εφαρμογέςβ) (σχετικά με αυτοκίνητο) μερική αφαίρεση τής θερμότητας που παράγεται στον κινητήρα, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την εύρυθμη λειτουργία τουγ) (κατ' επέκτ.) το σύνολο τών διατάξεων που χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτόμσν.-αρχ.μέσο πρόκλησης ψύχουςαρχ.1. (κατά τον Ησύχ.) «πνοή»2. μτφ. δυσχέρεια, δυσκολία.
Dictionary of Greek. 2013.